ἐκνευρίζει

ἐκνευρίζει
ἐκνευρίζω
cut the sinews
pres ind mp 2nd sg
ἐκνευρίζω
cut the sinews
pres ind act 3rd sg
ἐκνευρίζω
cut the sinews
pres ind mp 2nd sg
ἐκνευρίζω
cut the sinews
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • εκνευριστικός — ή, ό επίρρ. ά που εκνευρίζει, που προκαλεί εκνευρισμό: Εκνευριστική βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακρατώ — παρακράτησα, παρακρατήθηκα, παρακρατημένος 1. κρατώ, διατηρούμαι περισσότερο απ όσο είναι δυνατό, παραβαστώ: Παρακράτησε αυτή η συζήτηση και άρχισε να μας εκνευρίζει. 2. βάζω στην άκρη ένα μέρος της σοδειάς: Παρακρατήσαμε λίγο σιτάρι, γιατί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολαστικισμός — ο 1. η φιλοσοφική και θεολογική σκέψη της περιόδου από τον Κάρολο το Μέγα ως την Αναγέννηση. 2. άκριτη σοφία. 3. προσήλωση στους τύπους ή στις λεπτομέρειες και παράλειψη της ουσίας: Με εκνευρίζει ο σχολαστικισμός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”